- όξος
- (-ους и -εος) τό уксус
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ὄξος — poor wine neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όξος — το (ΑΜ ὄξος, ους και εος) το ξίδι νεοελλ. 1. φρ. α) «όξος αρωματικό» φαρμακευτικό αρωματικό υγρό από αραιό οξικό οξύ, οινόπνευμα και αιθέρια έλαια β) «όξος μολύβδου» ο υγρός υποξικός μόλυβδος αρχ. 1. οίνος ελαφρύς, κατώτερης ποιότητας, με υπόξινη … Dictionary of Greek
οξός — ο λαϊκή ονομασία τού φυτού λώρανθος ο ευρωπαϊκός … Dictionary of Greek
ὄξει — ὄξος poor wine neut nom/voc/acc dual (attic epic) ὄξεϊ , ὄξος poor wine neut dat sg (epic ionic) ὄξος poor wine neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοὔξος — ὄξος , ὄξος poor wine neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀξέων — ὄξος poor wine neut gen pl (epic doric ionic aeolic) ὀξύς 2 sharp neut gen pl (epic doric ionic aeolic) ὀξέω̆ν , ὀξύς 2 sharp neut gen pl (epic) ὀξύς 2 sharp masc/neut gen pl (epic doric ionic aeolic) ὀξέω̆ν , ὀξύς 2 sharp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄξεα — ὄξος poor wine neut nom/voc/acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄξεος — ὄξος poor wine neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄξεσι — ὄξος poor wine neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄξευς — ὄξος poor wine neut gen sg (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄξους — ὄξος poor wine neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)